- απροσκΰνητος
- boğun eğmeyen, asi
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
απροσκύνητος — η, ο (Μ ἀπροσκύνητος, ον) 1. αυτός που δεν τον έχουν προσκυνήσει αρχ. 1. αυτός που δεν έχει προσκυνήσει 2. αυτός που δεν προσκυνά κανένα, δεν ταπεινώνεται, δεν υποδουλώνεται … Dictionary of Greek
απροσκύνητος — η, ο επίρρ. α 1. εκείνος τον οποίο δεν προσκύνησαν ή δεν προσκυνούν: Για να πάρει τη θέση αυτή, δεν άφησε δυνατό απροσκύνητο. 2. αυτός που δεν ταπεινώνεται, δεν υποτάσσεται στους δυνατούς: Σ όλη του τη ζωή ήταν άνθρωπος περήφανος, απροσκύνητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ԱՆԵՐԿՐՊԱԳԵԼԻ — ( ) NBH 1 0142 Chronological Sequence: 8c ա. ἁπροσκύνητος Ո չէ երկրպագելի. որում ոչ լինի երկիրպագանել. *Որպէս զծառայ, որպէս զմարդ (ոք) աներկրպագելի. Աթ. ՟Բ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)